Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): resorts, resort
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): resort
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): resorted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): resorting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): resorts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): resort
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): resort
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
resort περιέχει 2 συλλαβές: re • sort
Φωνητική μεταγραφή: ri-ˈzȯrt
re sort , ri ˈzȯrt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)