Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): repairs, repair
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): repair
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): repaired
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): repairing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): repairs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): repair
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): repair
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
repair περιέχει 2 συλλαβές: re • pair
Φωνητική μεταγραφή: ri-ˈper
re pair , ri ˈper (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)