Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): recruits
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): recruit
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): recruited
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): recruiting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): recruits
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): recruit
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): recruit
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Recruit περιέχει 2 συλλαβές: re • cruit
Φωνητική μεταγραφή: ri-ˈkrüt
re cruit , ri ˈkrüt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)