Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): record
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): records, record
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): record
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): recorded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): recording
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): records
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): record
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): record
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
record περιέχει 2 συλλαβές: re • cord
Φωνητική μεταγραφή: ri-ˈkȯrd
re cord , ri ˈkȯrd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)