Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): rays
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): ray
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): rayed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): raying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): rays
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): ray
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): ray
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
ray περιέχει 1 συλλαβές: ray
Φωνητική μεταγραφή: ˈrā
ray , ˈrā (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)