Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): ratios
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): ratio
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): ratioed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): ratioing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): ratios
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): ratio
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): ratio
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
ratio περιέχει 2 συλλαβές: ra • tio
Φωνητική μεταγραφή: ˈrā-shē-ˌō
ra tio , ˈrā shē ˌō (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)