Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): races, race
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): race
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): raced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): racing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): races
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): race
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): race
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
racing περιέχει 2 συλλαβές: rac • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈrā-siŋ
rac ing , ˈrā siŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)