Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): promises, promise
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): promise
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): promised
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): promising
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): promises
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): promise
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): promise
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
promise περιέχει 2 συλλαβές: prom • ise
Φωνητική μεταγραφή: ˈprä-məs
prom ise , ˈprä məs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)