Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): prints, print
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): print
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): printed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): printing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): prints
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): print
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): print
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
printing περιέχει 2 συλλαβές: print • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈprin-tiŋ
print ing , ˈprin tiŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)