Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): prides, pride
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pride
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): prided
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): priding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): prides
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pride
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pride
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pride περιέχει 1 συλλαβές: pride
Φωνητική μεταγραφή: ˈprīd
pride , ˈprīd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)