Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): practices, practice
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): practice
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): practiced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): practicing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): practices
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): practice
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): practice
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Practice περιέχει 2 συλλαβές: prac • tice
Φωνητική μεταγραφή: ˈprak-təs
prac tice , ˈprak təs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)