Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): ports, port
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): port
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): ported
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): porting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): ports
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): port
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): port
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
port περιέχει 1 συλλαβές: port
Φωνητική μεταγραφή: ˈpȯrt
port , ˈpȯrt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)