Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): plugs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): plug
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): plugged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): plugging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): plugs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): plug
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): plug
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
plug περιέχει 1 συλλαβές: plug
Φωνητική μεταγραφή: ˈpləg
plug , ˈpləg (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)