Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): pilot
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pilots
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pilot
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): piloted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): piloting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pilots
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pilot
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pilot
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pilot περιέχει 2 συλλαβές: pi • lot
Φωνητική μεταγραφή: ˈpī-lət
pi lot , ˈpī lət (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)