Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): perceived
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): perceiving
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): perceives
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): perceive
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): perceive
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Perceive περιέχει 2 συλλαβές: per • ceive
Φωνητική μεταγραφή: pər-ˈsēv
per ceive , pər ˈsēv (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)