Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): noses, nose
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): nose
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): nosed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): nosing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): noses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): nose
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): nose
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
nose περιέχει 1 συλλαβές: nose
Φωνητική μεταγραφή: ˈnōz
nose , ˈnōz (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)