Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): mouths, mouth
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): mouth
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): mouthed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): mouthing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): mouths
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): mouth
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): mouth
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
mouth περιέχει 1 συλλαβές: mouth
Φωνητική μεταγραφή: ˈmau̇th
mouth , ˈmau̇th (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)