Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): motor
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): motors
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): motor
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): motored
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): motoring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): motors
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): motor
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): motor
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
motor περιέχει 2 συλλαβές: mo • tor
Φωνητική μεταγραφή: ˈmō-tər
mo tor , ˈmō tər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)