Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): mistakes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): mistake
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): mistook
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): mistaken
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): mistaking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): mistakes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): mistake
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): mistake
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
mistake περιέχει 2 συλλαβές: mis • take
Φωνητική μεταγραφή: mə-ˈstāk
mis take , mə ˈstāk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)