Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): mirrors
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): mirror
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): mirrored
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): mirroring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): mirrors
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): mirror
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): mirror
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
mirror περιέχει 2 συλλαβές: mir • ror
Φωνητική μεταγραφή: ˈmir-ər
mir ror , ˈmir ər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)