Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): luck
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): luck
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): lucked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): lucking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): lucks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): luck
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): luck
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
luck περιέχει 1 συλλαβές: luck
Φωνητική μεταγραφή: ˈlək
luck , ˈlək (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)