Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): lips, lip
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): lip
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): lipped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): lipping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): lips
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): lip
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): lip
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
lip περιέχει 1 συλλαβές: lip
Φωνητική μεταγραφή: ˈlip
lip , ˈlip (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)