Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): leads, lead
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): lead
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): led
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): led
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): leading
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): leads
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): lead
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): lead
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
lead περιέχει 1 συλλαβές: lead
Φωνητική μεταγραφή: ˈlēd
lead , ˈlēd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)