Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): lands, land
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): land
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): landed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): landing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): lands
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): land
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): land
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
landed περιέχει 2 συλλαβές: land • ed
Φωνητική μεταγραφή: ˈlan-dəd
land ed , ˈlan dəd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)