Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): labels
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): label
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): labeled, labelled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): labeling, labelling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): labels
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): label
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): label
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
label περιέχει 2 συλλαβές: la • bel
Φωνητική μεταγραφή: ˈlā-bəl
la bel , ˈlā bəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)