Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): kisses
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): kiss
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): kissed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): kissing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): kisses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): kiss
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): kiss
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
kiss περιέχει 1 συλλαβές: kiss
Φωνητική μεταγραφή: ˈkis
kiss , ˈkis (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)