Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): keys
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): key
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): keyed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): keying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): keys
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): key
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): key
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
key περιέχει 1 συλλαβές: key
Φωνητική μεταγραφή: ˈkē
key , ˈkē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)