Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): jerks
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): jerk
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): jerked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): jerking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): jerks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): jerk
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): jerk
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
jerk περιέχει 1 συλλαβές: jerk
Φωνητική μεταγραφή: ˈjərk
jerk , ˈjərk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)