Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): jacks
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): jack
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): jacked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): jacking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): jacks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): jack
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): jack
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
jack περιέχει 1 συλλαβές: jack
Φωνητική μεταγραφή: ˈjak
jack , ˈjak (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)