Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): imposed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): imposing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): imposes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): impose
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): impose
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
impose περιέχει 2 συλλαβές: im • pose
Φωνητική μεταγραφή: im-ˈpōz
im pose , im ˈpōz (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)