Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): gut
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): guts, gut
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): gut
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): gutted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): gutting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): guts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): gut
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): gut
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
gut περιέχει 1 συλλαβές: gut
Φωνητική μεταγραφή: ˈgət
gut , ˈgət (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)