Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): guesses
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): guess
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): guessed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): guessing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): guesses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): guess
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): guess
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
guess περιέχει 1 συλλαβές: guess
Φωνητική μεταγραφή: ˈges
guess , ˈges (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)