Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): grasses, grass
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): grass
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): grassed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): grassing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): grasses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): grass
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): grass
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
grass περιέχει 1 συλλαβές: grass
Φωνητική μεταγραφή: ˈgras
grass , ˈgras (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)