Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): go, goes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): go
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): went
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): gone
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): going
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): goes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): go
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): go
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Going περιέχει 2 συλλαβές: go • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈgō-iŋ
go ing , ˈgō iŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)