Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): gifts
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): gift
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): gifted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): gifting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): gifts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): gift
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): gift
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
gift περιέχει 1 συλλαβές: gift
Φωνητική μεταγραφή: ˈgift
gift , ˈgift (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)