Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): gazes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): gaze
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): gazed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): gazing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): gazes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): gaze
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): gaze
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Gaze περιέχει 1 συλλαβές: gaze
Φωνητική μεταγραφή: ˈgāz
gaze , ˈgāz (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)