Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): fruits, fruit
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): fruit
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fruited
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fruiting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fruits
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): fruit
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): fruit
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
fruit περιέχει 1 συλλαβές: fruit
Φωνητική μεταγραφή: ˈfrüt
fruit , ˈfrüt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)