Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): freeer
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): freeest
Επίθετο (Adjective): free
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): freeer
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): freeest
Επίρρημα (Adverb): free
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): free
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): free
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): freed
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): freed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): freeing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): frees
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): free
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): free
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
free περιέχει 1 συλλαβές: free
Φωνητική μεταγραφή: ˈfrē
free , ˈfrē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)