Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): forests, forest
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): forest
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): forested
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): foresting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): forests
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): forest
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): forest
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
forest περιέχει 2 συλλαβές: for • est
Φωνητική μεταγραφή: ˈfȯr-əst
for est , ˈfȯr əst (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)