Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): focuses, foci, focus
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): focus
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): focused, focussed
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): focused
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): focusing, focussing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): focuses, focusses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): focus
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): focus
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
focus περιέχει 2 συλλαβές: fo • cus
Φωνητική μεταγραφή: ˈfō-kəs
fo cus , ˈfō kəs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)