Κλίσεις
Επίρρημα (Adverb): flop
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): flops
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): flop
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): flopped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): flopping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): flops
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): flop
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): flop
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
flop περιέχει 1 συλλαβές: flop
Φωνητική μεταγραφή: ˈfläp
flop , ˈfläp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)