Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): fishes, fish
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): fish
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fished
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fishing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fishes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): fish
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): fish
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
fishing περιέχει 2 συλλαβές: fish • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈfi-shiŋ
fish ing , ˈfi shiŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)