Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): feeds, feed
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): feed
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fed
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): fed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): feeding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): feeds
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): feed
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): feed
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
feed περιέχει 1 συλλαβές: feed
Φωνητική μεταγραφή: ˈfēd
feed , ˈfēd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)