Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): fatter
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): fattest
Επίθετο (Adjective): fat
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): fats, fat
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): fat
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fatted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fatting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fats
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): fat
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): fat
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
fat περιέχει 1 συλλαβές: fat
Φωνητική μεταγραφή: ˈfat
fat , ˈfat (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)