Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): fashions, fashion
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): fashion
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fashioned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fashioning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fashions
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): fashion
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): fashion
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
fashion περιέχει 2 συλλαβές: fash • ion
Φωνητική μεταγραφή: ˈfa-shən
fash ion , ˈfa shən (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)