Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): enrolled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): enrolling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): enrolls
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): enroll
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): enroll
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
enroll περιέχει 2 συλλαβές: en • roll
Φωνητική μεταγραφή: in-ˈrōl
en roll , in ˈrōl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)