Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): ears
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): ear
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): eared
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): earing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): ears
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): ear
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): ear
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
ear περιέχει 1 συλλαβές: ear
Φωνητική μεταγραφή: ˈir
ear , ˈir (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)