Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): duller
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): dullest
Επίθετο (Adjective): dull
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): dulled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): dulling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): dulls
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): dull
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): dull
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
dull περιέχει 1 συλλαβές: dull
Φωνητική μεταγραφή: ˈdəl
dull , ˈdəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)