Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): cries
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cry
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): cried
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): crying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): cries
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cry
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cry
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
cry περιέχει 1 συλλαβές: cry
Φωνητική μεταγραφή: ˈkrī
cry , ˈkrī (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)