Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): costs, cost
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cost
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): cost, costed
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): cost
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): costing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): costs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cost
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cost
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
cost περιέχει 1 συλλαβές: cost
Φωνητική μεταγραφή: ˈkȯst
cost , ˈkȯst (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)